Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2020

Το χειρότερο μελομακάρονο

Ήταν λίγο πριν τα Χριστούγεννα, με το σπίτι στολισμένο ένα Σάββατο που δεν είχα δουλειά να κάνω. Ο μικρός ήρθε και με βρήκε στο σαλόνι. Κρατούσε στο χέρι του ένα μελομακάρονο μισοδαγκωμένο. Πλησίασε λίγο μουτρωμένος και με ρώτησε αν το ήθελα. Τον ρώτησα, γιατί δεν το θέλει ο ίδιος και με κοίταξε. "Δε μου αρέσει ρε μπαμπα" μου γκρίνιαξε λιγάκι. "Δε μπορείς να πεις στη μαμά να τα φτιάξει όπως αυτά που παίρνουμε από το φούρνο;" ρώτησε κοιτάζοντας το, σαν να μην του άρεσε που έλεγε κάτι τέτοιο. "Αυτό δεν είναι τόσο ωραίο. Αφού μπορεί να φτιάξει καλύτερα;" συνέχισε το παράπονο του. Τον κοίταξα στην αρχή με μικρή απορία. Καταλάβαινα τι έλεγε και τι ήθελε καθώς ήξερα και 'γω ότι δεν είναι και τα πιο ωραία μελομακάρονα.

"Θέλω να πας και να βρεις το καλυτερότερο σου παιχνίδι, να το φέρεις εδώ και μετά θα πάμε μαζί στη μαμά να της πούμε να σου φτιάξει μελομακάρονα όπως σου αρέσουν, εντάξει;" Τα μάτια του έλαμψαν αλλά συνάμα μια απορία είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό του. Φαντάζομαι θα σκεφτόταν τι σχέση έχει το παιχνίδι του με το μελομακάρονο. "Το καλυτερότερο;" με ρώτησε. "Ναι, το καλυτερότερο που έχεις, αυτό που αγαπάς πιο πολύ από όλα που δεν θες να χάσεις με τίποτα." 

Έφυγε τρέχοντας για το δωμάτιό του. Εκείνες τις ημέρες είχαμε ήδη πάρει το χριστουγεννιάτικο του δώρο και η αλήθεια είναι ότι όλη μέρα περνούσε παίζοντας μαζί του. Το είχε κάτω από το δέντρο και δεν έλεγε να ξεκολλήσει από εκεί, παρά μόνο αν είχε κάποια ανάγκη ή αν τον φωνάζαμε για φαγητό ή οτιδήποτε άλλο. Η έκπληξή του ήταν μεγάλη όταν το πρωτοείδε καθώς δεν κατάλαβε πότε του το έφερε ο Άϊ Βασίλης. Άντε να του εξηγήσεις ότι ήταν λίγο πριν βγούμε εκείνο το βράδυ έξω που το είχα φυλαγμένο να μην το δει και βγήκα τελευταίος. Για τον Αϊ Βασίλη ήταν πάντα ψυλλιασμένος ότι κάτι δε πάει καλά, αφού όταν το είδε μας ρώταγε πως, τι, που, πότε και η δυσπιστία του φαινόταν. Αλλά από την άλλη σου λέει εμείς λείπαμε και αυτός το έφερε, άρα δεν είναι οι γονείς. Την είχε πατήσει κανονικά. Μας ξαναρώτησε τις επόμενες μέρες αλλά αρνηθήκαμε τα πάντα, δεν ξέρουμε τίποτα, απλά διάβασε το γράμμα. Το οποίο έδινε σε εμάς να πάμε στο ταχυδρομείο.

Αρκετά όμως φλυάρησα. Οι σκέψεις αυτές περάσανε αστραπιαία καθώς δεν άργησε πάρα πολύ να γυρίσει και ο χρόνος που πήρε είναι γιατί μάλλον δεν ήταν σίγουρος πιο να διαλέξει και γύρισε με δυο παιχνίδια. "Ένα πρέπει να διαλέξεις" του είπα. Τα κοίταξε και άφησε το ένα αυτοκινητάκι, που το είχε καταστρέψει μπορείς να πεις. Του έλειπαν χρώματα, ήταν ψιλοστραβωμένο και χτυπημένο. Ένα αμαξάκι από αυτά τα πολύ μικρά τα μεταλλικά. Κράτησε όμως το άλλο και μου έδειξε. "Αυτό είναι" μου είπε περιμένοντας να τον πάρω τώρα να πάμε στη μαμά. Ήταν ένα κίτρινο βαμβακερό κουκλάκι χρωματισμένο σα να φορά πιτζάμα, μαλακό και όχι πολύ μεγάλο. Είχε μακριά πόδια, μικρά χέρια, φουντωτά μαλλιά σα ράστα κάπως αφού ήταν όλα φτιαγμένα απο βαμβάκι. Το αγαπημένο του αυτό παιχνίδι είχε τραβήξει τα πάνδεινα. Άλλες μέρες το είχε αγκαλιά και άλλες μέρες εξασκούσε πάνω του ότι μπορούσε με σκοπό, όπως έλεγε, να δει πόσο αντέχει. Το κουκλάκι άντεχε τα πάντα. Δεν προσπάθησε όμως ούτε μία φορά να το σκίσει ή να το χαλάσει πραγματικά και κάθε βράδυ θα το έπαιρνε αγκαλιά του για να κοιμηθούν παρέα. Δεν τολμούσαμε πότε να το πάρουμε από κοντά του για κανένα λόγο. 

"Γιατί διάλεξες αυτό;" τον ρώτησα. "Γιατί αυτό είναι το καλυτερότερο, αυτό αγαπάω πιο πολύ από όλα" απάντησε και είμαι σίγουρος ότι ακόμα περίμενε να πάμε να ζητήσουμε μελομακάρονα. "Μα είναι όμως το πιο ταλαιπωρημένο, χτυπημένο, είναι και λίγο λερωμένο. εδώ γύρω έχεις ένα σωρό άλλα παιχνίδια πολύ καλύτερα, πολύ πιο όμορφα από αυτό, γιατί δε διάλεξες ένα από αυτά ή και αυτό που ζήτησες από τον Αϊ Βασίλη". Εκεί λίγο στάθηκε και σκέφτηκε, κοίταξε τα παιχνίδια στο δέντρο και το ολοκαίνουριο που δεν σταματούσε να παίζει. "Ναι, ναι, δεν με πειράζει  για εμένα το καλυτερότερο όμως είναι αυτό" αποκρίθηκε και μάλλον τον πήραν τα συναισθήματά του ίσως σε μια σκέψη αποχωρισμού, ή δε ξέρω τι γιατί κοίταξε προς τα κάτω για λίγο. Τον πήρα κοντά μου να καθίσει στο πόδι μου "Είναι γιατί το έχεις από πολύυυυ πολυυυ καιρό παλιά;" Έγνεψε καταφατικά "είναι γιατί είστε κάθε βράδυ μαζί και δεν το πειράζει που το πετάς, το χτυπάς, το κάνεις ότι θες και αυτό είναι πάντα εκεί;" Χαμογέλασε τώρα κιόλας. "Να σου πω για το μελομακάρονο τώρα;" έκανε νόημα ναι "πες μου".

"Πριν κάνουμε εσένα με τη μαμά, είχαμε γνωριστεί πρώτη φορά τα Χριστούγεννα. Τότε λοιπόν, μου υποσχέθηκε ότι θα φέρει μελομακάρονα να φάμε γιατί τα φτιάχνει η ίδια. Έτσι, την επόμενη φορά που συναντηθήκαμε έφερε ένα κουτί γεμαααάτο από αυτά." Όταν του λέω ιστορίες μας πάντα χαμογελάει, έτσι και τώρα είχε ήδη σκάσει χαμόγελα και άκουγε με προσοχή. "Τα μελομακάρονα δεν άρεσαν όμως σε κανένα, παρά μόνο σε έμενα. Να φανταστείς ούτε σε εκείνη. Οι φίλοι μας της έκαναν πλάκα και την πείραζαν γιατί δεν τα είχε φτιάξει καλά. Και μάλιστα με ρώταγε αν αλήθεια μου αρέσουν αφού κανείς δεν τα ήθελε. Είχα φάει να φανταστείς τρία τέσσερα με τη μία" Έσκασε ο μικρός τώρα στα γέλια αλλά ήθελε να ακούσει και τη συνέχεια. "Από τότε κάθε χρόνο φτιάχνει τα ίδια μελομακάρονα, κάποιες φορές φτιάχνει και καλά. Όμως κάθε χρόνο θα φτιάξει και όπως τα είχε φτιάξει τότε. Όπως εσύ τώρα έχεις το καλυτεροτερό σου παιχνίδι, που δεν είναι το πιο καινούριο, ούτε το πιο καλό, εγώ και η μαμά έχουμε κάθε Χριστούγεννα το χειρότερο μελομακάρονο και να σου πω, ούτε στη μαμά σου αρέσουν καθόλου." Έσκασε στα γέλια ο μικρός, σηκώθηκε, άρπαξε το μελομακάρονο και το έκανε μια χαψιά. "Είναι το καλυυυυύτεροοοοο" φώναξε μπουκωμένος και έτρεξε μέσα να πάρει κι άλλο.

Ένα παραλήρημα

 37 37,5 37,8 και τώρα πλέον δεν ξέρω πόσο, δεν κοιτώ. Γράφω από το κινητό για δεν έχω τη δύναμη να σηκωθώ, ούτε το σθένος να ανοίξω την οθόνη. Και το μόνο που σκέφτομαι είσαι εσύ. Και δε μπορώ να στο πω, δε μπορώ να σου δείξω τα δάκρυα που καίνε τα μάγουλα. 

Μάλλον ψήνομαι κι άλλο, και το μόνο που επιθυμώ είναι να σε ακούσω. Δε θα περάσει, αλλά καταλαβαίνεις σίγουρα πως νιώθω. Ίσως και όχι βέβαια, λογικά πλέον δεν σε νοιάζει, είσαι αλλού περνάς καλά. 

Όμως κάθε μέρα μου λείπεις και τώρα μέσα σε αυτό το κάψιμο πάρ όλα τα ντεπον παραλήρω. Γιατί στο τέλος υπάρχεις μόνο εσύ. Δεν έχει σημασία τι λέω και τι κάνω τόσο καιρό, δεν έχει σημασία τι έχεις κάνει. Απλά είσαι μόνο εσύ, πάντα θα είσαι εσύ. 

Ξέρω ότι δε θα το διαβάσεις ή έτσι πιστεύω (βλέπεις; Έχω εσωτερικούς διαλόγους και γω) αλλά δεν πειράζει. Κι αν το δεις ίσως δεν θα επικοινωνήσεις.

Ένα παραλήρημα είναι, εδώ τώρα που καίγομαι, και η λογική δε βοηθά, το είναι μου σε φωνάζει, σε φωνάζει δυνατά. Θέλει να ακούσει τη ζέστη φωνή σου όπως τότε που δακρυζες για τη ζωή σου, όπως τότε που ήθελες να την αλλάξεις ίσως η έτσι είχα καταλάβει. 

Ένα παραλήρημα είναι και ότι και να σου καταλογίζω, όσα και να πω στο τέλος, εκεί μέσα μου βαθειά υπάρχεις εσύ και σου φωνάζω με τον λαιμό μου να σπάει από έρωτα και η ψυχή του να χάνει τα λογικά της. 

Ένα παραλήρημα είναι, ένα γράμμα μικρό για δεν αντέχω να γράφω τώρα που θα δάχτυλα μουδιάζουν.

Ένα σ.... 

Μια ανασφάλεια Μια απιστία

Βασικά αυτή τη φορά δεν ξέρω πως να ξεκινήσω. Ελπίζω απλά να είναι ένα μικρό κείμενο ένα απλό status. Πόσο άδικο είναι μια ανασφάλεια να οδηγεί τον έναν στην απιστία ή στον χωρισμό γιατί πιστεύει ότι τον απατάς ή ότι πρόκειται αργά η γρήγορα να το κάνεις. Πόσο ακόμα πιο άδικο όταν ο άλλος πεθαίνει για σένα, όταν σε έχει φτιάξει ως τον ιδανικό άνθρωπο στο μυαλό του που δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει καλύτερός του. 

Φαντάσου... να αγαπάς μέχρι θανάτου, να νιώθεις το κορμί σου να τρέμει στην ιδέα να μην είστε μαζί και ο άλλος να υποκύπτει στην ανασφάλεια και να φεύγει. Και ίσως το να φεύγει να είναι το λιγότερο. Πόσο μάλλον να απιστεί, να παραστρατεί γιατί θεωρεί ότι δεν τον θες τόσο πολυ. Εσύ να σκέφτεσαι πότε θα τον δεις, πότε θα τον αγγίξεις, πότε θα νιώσεις το χάδι του, την ανάσα του, πότε θα ανταμώσεις το βλέμμα του και το κορμί του. Όλοι οι άλλοι γύρω σου έχουν μηδενιστεί και σου φαίνονται αμέτρητα αδιάφοροι. Αλλά εκείνος.... 

Εκείνος να περιμένει να του δείξεις την αγάπη σου με ζήλεια. Που δεν ζηλεύεις για να μην τον πληγώσεις, για να του δώσεις ελευθερία να υπάρχει και να ζει την ζωή του. Γιατί έτσι τον γνώρισες. Δεν θες να στερήσεις το παραμικρό απο τη ζωή του. Ούτε δραστηριότητες, ούτε φιλίες, ούτε εξόδους, ούτε ταξίδια, ούτε τίποτα. Αλλά εκείνος περιμένει τη γκρίνια σου, την ζήλεια σου για να καταλαγιάσει την ανασφάλεια του και την ζήλεια του. 

Και όταν δεν θα δει να τον βασανίζεις, δεν θα δει να του φέρεσαι με καταπίεση, με φθόνο, με ασχήμια θα θεωρήσει ότι κάτι δεν πάει καλά. Οτι δεν τον θες. Και τότε θα χαράξει στη ζωή του ένα καινούριο δρόμο. Ενα δρόμο που θα προσπαθήσει να σε προκαλέσει από τη μία και από την άλλη θα φεύγει κάθε ώρα και λεπτό μακριά σου. Όμως δεν θα καταλάβεις κάτι ή απλά θα κάνεις στην άκρη γιατί τον αγαπάς γιατί τον θες και δεν πειράζουμε εκείνους που αγαπάμε. Εκείνους που λατρεύουμε τους αφήνουμε να ζουν.

Εκείνος ίσως και χωρίς να καταλάβει θα αρχίσει να χάνεται σε μονοπάτια άλλων ανθρώπων που θα τον διεκδικήσουν με ζήλεια, με πειράγματα η με οτιδήποτε δεν κάνεις εσύ που τον αφήνεις ελεύθερο και τον αγαπάς. Μοιάζει όλο αυτό να κάνει την αγάπη να φαίνεται αστεία και ανόητη. Δεν ξέρω, μπορεί και να είναι, μπορεί τελικά η αγάπη να μην είναι το καλό αλλά το κακό σε αυτή την περίπτωση. Ίσως να μην προσφέρει την απαραίτητη περιπέτεια που προσφέρει ένας νέος πειρασμός.

Σταδιακά θα σε αφήσει, θα κοιτάξει αλλού και αν είσαι τυχερός και δεν απιστήσει θα φύγει εκεί που δεν το περιμένεις καθώς τυφλωμένος απο τον έρωτά σου και την αγάπη σου, αυτός ο ανθρωπος είναι τα πάντα για σένα. Μάλιστα πολύ πιθανόν να σου πει οτι δεν ζήλευες, πολύ πιθανόν να σε κατηγορήσει για όσα του επέτρεπες να κάνει, γιατί αυτά είναι δήθεν δείγματα αγάπης.  

Πιο συνηθισμένο είναι να κοιτάξει αλλού και να απιστήσει πολύ καιρό πριν φύγει. Η ανασφάλεια θα τον οδηγήσει σε απιστία για να είναι ασφαλής ότι μόλις σε παρατήσει θα έχει κάποιον άλλον στο πλάι του. Ετσι κι αλλιώς στο μυαλό του εσύ έχεις ήδη φύγει, έχεις απιστήσει, ή έχεις κάνει κάτι κακό. Το έχει φτιάξει μόνος του. Μάλιστα στα λόγια του θα καταλάβεις προς το τέλος οτι αναφέρεται σε έναν άνθρωπο που δεν είσαι εσύ, έναν άνθρωπο που έφτιαχνε καιρό τώρα στο μυαλό του η ανασφάλεια του.

Θα βρει μια ρηχή ασήμαντη δικαιολογία, γιατί η ανασφάλεια δεν βλέπει πραγματικότητες και θα φύγει ψυχρός και δυνατός αφού έχει ήδη φτιάξει το μέλλον του.  

Και τώρα τι θες, να σε λυπηθούμε; Να πούμε α, τον καημένο, αγάπησε με όλη του την καρδιά και τώρα πονάει. Μπα... Οι φίλοι θα σε λυπηθούν και θα σε κράξουν που ήσουν τόσο χαζός. 

Μην είσαι ανιδιοτελής, δεν θέλει κανείς ανιδιοτέλεια, δεν θέλει κανείς να αγαπιέται έτσι. Έχουμε τους γονείς για τέτοιες αγάπες και τους συγγενείς. Από εσένα θέλουν μόνο ιδιοτέλεια, όσο και αν σου είναι δύσκολο εσένα που έμαθες να έχεις αυτή την ικανότητα, πρέπει να σταματήσεις, πρέπει να την αφαιρέσεις αν θες να επιβιώσεις, αν θες να είσαι δυνατός, αν θες να ελέγχεις την κατάσταση.

Γιατί ο κάθε ανασφαλής άνθρωπος, αργά η γρήγορα θα φεύγει απο κοντά σου. Θα ψάχνει να τον υποβαθμίσουν γιατι έχει την ανάγκη να διεκδικεί την άνοδο. Έτσι θα τον φτάσουν χαμηλά, μετά θα τον ανεβάσουν στα μισά από οτι αξίζει και θα τον κρατούν εκεί κάτω από το πόδι τους για να είναι ευτυχισμένος ή τουλάχιστον να νομίζει. 

Κάποιοι το καταλαβαίνουν τι συμβαίνει και καμιά φορά αντιλαμβάνονται και το παρελθόν που άφησαν πίσω τους εξαιτίας του ανασφαλούς χαρακτήρα τους. Κάποιοι θα πάνε και παρακάτω και θα προσπαθήσουν να γυρίσουν, με επιτυχία κάποιες φορές η και αποτυχία άλλες. Αλλά στην τελική σημασία δεν ξέρω αν έχει το τι θα γίνει σε αυτό το μέλλον. Σημασία έχει τι κάνεις εσύ που τιμωρείσαι γιατί μπορούσες να αγαπήσεις. Σημασία έχει να καταλάβεις ότι δεν πρέπει να αγαπάς τόσο ούτε και να προσφέρεις το είναι σου. Κανείς αποδέκτης δε θα το εκτιμήσει όσο είστε μαζι. 

Η αγάπη είναι για τις οικογένειες με τα παιδιά τους και τους συγγενείς τους. Δεν είναι για να τη μοιράζεις, όπως σου έμαθαν, παντού και απλόχερα Αν έρθει κάποιος που την αξίζει; Δεν είναι απίθανό αλλά καλύτερα να αργήσεις να μάθεις αν την αξίζει η όχι. Δε χρειάζεσαι κάτι άλλο. Κλείσε την καρδιά σου και μην την αφήνεις ανοιχτή για κάθε εμπειρία γιατί στο τέλος θα πληγωθεί τόσο πολύ που πλέον δεν θα κλείνει και αγάπη δεν θα μπορείς να δώσεις πουθενά. 

Κράτα λοιπόν αυτά τα αποθέματα που έχεις, και κράτα τα καλά μέσα σου. Όταν έρθει η ώρα να τα δώσεις να είσαι σίγουρος ότι θα είναι προς την οικογένειά σου και όχι κάποιον ανασφαλή άνθρωπο. Κράτα τα για αυτούς, για να τους μάθεις να ειναι ασφαλείς και να αναγνωρίζουν τι είναι η αγάπη. Βλέπεις οι ανασφαλείς άνθρωποι δεν αγαπήθηκαν αρκετά απο τις οικογένειές τους. Όχι όσο θα ήθελαν τουλάχιστον. Και αυτό που τους έδωσες ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό, οπότε προτίμησαν το λίγο γιατί έτσι έμαθαν. Ίσως μια μέρα να μάθουν τι είναι το πολύ και πόσο μπορεί να ανεβάσει την ψυχή σου και το είναι σου σε άλλα επίπεδα. Μέχρι τότε όμως μην σπαταλάς εσύ την ψυχή σου, ακόμα και στους καλύτερους που ίσως συναντήσεις

Σε εξήντα χρόνια

Πριν λίγο γράψω εδώ, ειπώθηκε αυτή η φράση σε μια ιντερνετική συζήτηση που είχα με ένα φίλο. Τα περισσότερα μου κείμενα εμπνέονται με ένα τέτοιο τρόπο, είτε από πράξεις ή το πιο σύνηθες από κουβέντα. Στην ωραία του στάση να με στηρίξει αντιμετώπισε τη συμπεριφορά μου ως ότι κλαίγομαι. Όχι, δεν είναι λανθασμένος, η πραγματικότητα είναι όπως έχουν καταλάβει σίγουρα και πολλοί άλλοι φίλοι και γνωστοί. Ευτυχώς που σας έχω και γύρω μου και υπάρχει αυτή η στήριξη μαζί με το χορό. Το δεδομένο είναι ότι όλο αυτό έχει να κάνει με το πιο προφανές, έναν χωρισμό, που δεν μπορώ ούτε ξέρω πως να ξεπεράσω. Έτσι του απάντησα, τυχαία μάλλον, με μια έκφρασή που με έκανε τώρα να σταθώ πάνω της λιγάκι και να γράψω τη σκέψη μου. Με ενθουσίασε ίσως ή μάλλον με προβλημάτισε. 

Ποιος θα το θυμάται σε 60 χρόνια; Απάντησα και άμεσα στάθηκα λίγο παραπάνω στη σκέψη μου. Ποιος θα θυμάται σε 60 χρόνια όσα έκανα εγώ σήμερα, χτες προχτές για μια αγάπη που χάθηκε. Και για τι να δίνει σημασία. Ποιος θα θυμάται σε 60 χρόνια ότι ανέβαζα τραγούδια, ανέβαζα κειμενάκια και αποσπάσματα από άλλους για αυτό το λόγο δήθεν ότι το κάνω γιατί μ΄αρέσουν. Μέσα στο χρόνο όλα αυτά θα χαθούν θα μείνουν εδώ μέσα σε ένα facebook που ανήκει σε έναν Mark και εγώ εναποθέτω τις σκέψεις μου και τις ελπίδες μου ότι κάποιος θα το δει. Αλλά σε 60 χρόνια κανείς δε θα νοιάζεται, κανείς δε θα μας ξέρεις, κανείς δε θα γνωρίζει όσα κάναμε και για όσα κλάψαμε και πονέσαμε ή χαρήκαμε και νιώσαμε ευτυχισμένοι. 

Ίσως όλα αυτά να μην υπάρχουν καν. Να έχουν σβηστεί σε ένα format των σέρβερ γιατί απλά τελείωσε αυτή η εταιρία και κάτι άλλο ξεκίνησε. Και έτσι μαζί με την αλλαγή αυτή θα πεθάνει και κάθε μας αποθηκευμένη γραπτή ανάμνηση. Σε 60 χρόνια ίσως πολλές αναμνήσεις να έχουν χαθεί και από τον ίδιο μου τον εαυτό. 

Πως θα είμαι άραγε τότε, τι θα θυμάμαι και τι σημασία έχουν όλα όσα κάνω σήμερα και όσα δεν κάνω. Και οι ερωτήσεις δεν σταματάνε να έρχονται διαρκώς και να με χτυπάνε η μία πίσω από την άλλη. Τι απόψεις θα έχω, πως θα ζω, σε τι κατάσταση θα είμαι, μα πάνω από όλα αν θα θυμάμαι κάτι από όσα έχω ζήσει τον τελευταίο καιρό. Θα την θυμάμαι, θα με θυμάται, θα υπάρχουμε γενικότερα. Εξήντα χρόνια δεν είναι διόλου λίγα, δίνουν μια πραγματικότητα στη φράση "ποιος ζει ποιος πεθαίνει". Αλλά πιο πολύ με βασανίζει νομίζω πως θα αναπολώ το σήμερα έστω και σε 40 χρόνια από σήμερα. Όχι 20, αυτά είναι λίγα. Σε 40 όμως; Αν θα ζω; Πιστεύω ναι, δε μπορώ να σκεφτώ το αντίθετο ή μπορεί και να μην θέλω. 

Όλα τα καταγράφουμε στις αποθήκες του διαδικτύου στιγμή προς στιγμή. Έχουν γίνει όλα ένα μέρος της μνήμης μας πλέον. Σκέφτεσαι για αυτές τις ιδιωτικές εταιρίες που κρατάνε τόσο βαθιά τους τις αναμνήσεις μας, σα να είναι ένα κομμάτι μας. Αλλά τι από αυτά θα υπάρχει σε 60 χρόνια, ποιος θα βλέπει και άραγε θα υπάρχει το σημερινό προφίλ μας, θα υπάρχει ακόμα το Memories να μας θυμίζει όσα θέλουμε κάθε χρόνο ή κάθε δέκα χρόνια ή όσο; Καμιά φορά βλέπω πράγματα πριν από 10 - 12 χρόνια πίσω, κάποια τα θυμάμαι κάποια όχι και πάλι γυρνάω στο τώρα. Σε αυτό που με βασανίζει καθημερινά. 

Οι φίλοι θα πουν διάφορα, να μην σκέφτεσαι, να το ξεπεράσεις, να το ξεχάσεις, όλα θα είναι καλύτερα, θα προχωρήσεις και πάντα στέκονται δίπλα σε όλη αυτή τη μαυρίλα που κατακλύζει το μυαλό. Θα θυμάμαι όλη αυτή την στήριξη μετά από δεκαετίες, εκεί λίγο πριν το τέλος; Θα μου πεις τι λες τώρα και τι σκέφτεσαι τόσο μακριά. Δε ξέρω, ίσως βοηθάει, ίσως η μαυρίλα φωτίζεται έτσι λίγο και αποτρέπει τις σκέψεις να τελειώνουν όλα μια ώρα αρχύτερα. Βοηθάνε πολλά, ακόμα και η επίσκεψη στο προφίλ που μοιάζει τώρα ξένο, μοιάζει να ανήκει σε άλλον. 

Στο παρελθόν έχω προσπαθήσει πολλές φορές, μερικές επιτυχημένα να διαγράψω μνήμες και τώρα, νά, ανησυχώ μήπως δεν θα θυμάμαι τίποτα σε 60 χρόνια. Θα έχει σημασία;

Αλήθεια τι θα λέω στους γύρω μου τότε; Με τι συναίσθημα θα μιλάω για το σήμερα ή μήπως δε θα θέλω να αναφέρομαι σε αυτό καθόλου. Και τότε γιατί γράφεις για αυτό; Ίσως τελικά για να θυμάμαι, ίσως τελικά γιατί δεν ξέρω αν αυτό το blog θα υπάρχει, αν το facebook θα μου θυμίζει ακόμα τα όσα έχω ζήσει, τα όσα έχω μιλήσει, όσα έχω σκεφτεί. Ίσως γράφω για να θυμάμαι και όχι για να διαβάζουν άλλοι. 

Στο Cosmic Climax  o Jim Morrison έλεγε πως μετά το τέλος μας θα πρέπει να βλέπουμε την ζωή μας σαν ταινία αιώνια, οπότε καλύτερα να έχει μερικά καλά περιστατικά και μια ιδανική κορύφωση. Σε 60 χρόνια αν βλέπω αυτή τη ταινία πως θα νιώθω, θα έχω ακόμα την ίδια ένταση και θλίψη ή θα αναπολώ με ρομαντισμό αυτή την εποχή; 

Υ.γ. Η έκφραση του "είναι" μου και των σκέψεών μου μού είναι κάτι εύκολο και η απόκρυψή του ότι πιο δύσκολο. Εύχομαι σε 60 χρόνια να μην χρειαζόμαστε να δείχνουμε έναν άλλο άνθρωπο από αυτό που είμαστε για να μην μας κράζουν ή για να μας αποδέχονται ή για να γοητεύουμε τον συνάνθρωπό μας. Η έκφραση των συναισθημάτων μας είναι μια γοητεία από μόνη της όσο και αν όλοι απομακρυνόμαστε όταν αυτά δεν είναι "αυτά που πρέπει" ή δεν είναι "ωραία".  

Στον καύσωνα ενός Αυγούστου ίσως...

Εδώ που τα τσιμέντα μας πνίγουν, εδώ που η νύχτα εκείνου του Αυγούστου ίσως και Σεπτέμβρη αυτή η πόλη έβραζε κυριολεκτικά. Ένιωθες τους καυτούς τοίχους να καίνε το πρόσωπο σου και τα πεζοδρόμια να ανάβουν κάτω από τα πόδια. Μια τέτοια νύχτα έφτασε έξω από το σπίτι της και την περίμενε υπομονετικά να κατέβει. Δεν είχαν δώσει κάποιο ραντεβού ή ήταν κάποια συνήθεια. Του είχε ζητήσει απλά να έρθει να την δει για λίγο, τώρα που τον χρειαζότανε. Παράτησε τα πάντα, θα παρατούσε και τη ζωή του σε τέτοιες περιπτώσεις ίσα για να πάει να την δει ένα λεπτό και να φύγει. Αυτό για εκείνους ήταν αρκετό. 

Κατέβηκε από την ξαναμμένη πολυκατοικία της, με ένα απλό γκρι σορτσάκι και ένα λευκό φανελάκι. Τα μαλλιά της δεμένα, άβαφη και πανέμορφη όπως πάντα την έβλεπε. Ποτέ δεν είχε σημασία το πως θα φαινόταν σε άλλους σε όποια της στιγμη, για εκείνον ήταν πάντα το πιο όμορφο πλάσμα που μπορούσε να αντικρίσει ποτέ στη ζωή του όλη. Στα μάτια της έβλεπε την ψυχή της να μην είναι καλά, τα προβλήματα της καθημερινότητάς της την πίεζαν της δημιουργούσαν ατελείωτο άγχος και θλίψη. 

Ένα φιλί στα πεταχτά, μπήκαν στο αμάξι και πήγαν δυο στενά παρακάτω να είναι μόνοι τους. Πόσο μόνος βέβαια μπορείς να είσαι ανάμεσα σε αυτά τα μεγαθήρια τσιμέντου που σε περιτριγυρίζουν; Ίσως και πολύ. Άλλωστε ο καθένας είναι κλεισμένος στο δροσερό του διαμέρισμα, μπροστά σε μια οθόνη, η μπροστά σε έναν ανεμιστήρα ή τέτοια ώρα αργά στο κρεβάτι του να ξεκουράζεται για την ρουτίνα της επόμενης ημέρας πάλι.

Το ερκοντίσιον του αυτοκινήτου αποφόρτιζε λίγο την κατάσταση δροσίζοντας τους λιγάκι.  Στέκονταν εκεί δίπλα της να ακούσει όσα την βασάνιζαν μέρες τώρα στη ζωή της με την προσπάθεια να θέλει να βοηθήσει ή να δώσει την δική του συμβουλή. Τα προβλήματά της η αλήθεια είναι ότι στον καθένα θα μπορούσαν να φανούν αστεία ή μικρά. Όμως για εκείνη, αυτή τη στιγμή ήταν μεγάλα, και εκείνος το ένιωθε μέσα της το έβλεπε πάνω της. Ξέρεις, καμιά φορά δεν έχει σημασία αν το πρόβλημα σε μια γενική συζήτηση ή γενικευμένη κατάσταση φαίνεται μικρό, σημασία έχει πως το βιώνεις την κάθε σου στιγμή. Και εκείνος ήξερε πως ένιωθε στη ψυχή της εκείνο τον καιρό. 

Μίλησαν αρκετά είπαν πράγματα που τις επόμενες ημέρες βοήθησαν στη ζωή της στα προβλήματά της. Άλλωστε και εκείνη έτσι έκανε για εκείνον κάθε φορά που ήταν προβληματισμένος. Τα λόγια της πάντα τα ένιωθε σαν το πιο απαλό πιο ιαματικό χάδι στη ψυχή του. Αρκούσε η θετική της φωνή και όλα μπορούσαν να λυθούν δια μαγείας, ή ακόμα και οι μοναδικές της απόψεις και έξυπνες λύσεις που ήταν ακόμα γεμάτες ιδέες και δημιουργικότητα. 

Η ώρα πέρασε μιλώντας μέσα σε ένα χαμηλό αμάξι με ένα ερκοντισιον, σε μια αγκαλιά. Κάθισαν λίγο ακόμα ξαπλωμένοι στα καθίσματά τους. Το χέρι της ακουμπούσε το δικό του. Θα έλεγες ότι ήταν η στιγμή αυτή που το είναι τους μπλέχτηκε και έγινε κόμπος, έγινε ένα, έγινε δυνατό  να αντέξει σε όλα τα μελλοντικά σχέδια της πόλης αυτής. Κάθισαν εκεί ανάμεσα στην καυτή ζέστη του καλοκαιριού χωρίς να μιλάνε, σένα σημείο ασήμαντο αυτής της τεράστιας πόλης, ένα τίποτα στα πέρατα του κόσμου και του σύμπαντος. Όμως για εκείνον ήταν η ζωή του όλη, όσα είχε ζήσει μέχρι τώρα και όσα ήθελε να ζήσει παρακάτω. Έλπιζε ότι θα ήταν το ίδιο και για εκείνη. Η καρδιά του, ξέρω, χτυπούσε δυνατά βαθιά μέσα του κάθε φορά που την σκεφτόταν και την αντίκριζε. 

Η αλήθεια είναι

Για να σου πω την αλήθεια,
είδα στα μάτια σου
πόσο ερωτευμένη ήσουν.

Για να σου πω την αλήθεια,
το πρώτο μας φιλί ήταν τόσο απρόσμενο
ακόμη και για μένα,
για μένα που επέλεξα τη στιγμη

Για να σου πω την αλήθεια,
ξέρω τι άλλαξε στον έρωτάς μας

Για να σου πω την αλήθεια,
πιστεύω πως όλα κράτησαν
μέσα σου ένα μήνα.

Για να σου πω την αλήθεια,
θυμάμαι τόσο έντονα
τα σχιστά χαμογελαστά σου μάτια
που με κοιτούσαν ερωτευμένα
εκείνο τον χειμώνα.

Για να σου πω την αλήθεια,
θυμάμαι το καλοκαίρι
που κοίταξαν αλλού

Για να σου πω την αλήθεια,
μου άρεσαν οι ανασφάλειες σου

Για να σου πω την αλήθεια,
ήξερα τι σκέφτεσαι κάθε φορά που
σε άφηνα στην εξώπορτά σου, τα μάτια
σου δεν είπαν ψέματα ποτέ

Για να σου πω την αλήθεια,
πίστεψα στα δάκρυά σου
στον πρώτο χωρισμό

Για να σου πω την αλήθεια,
ερεθιζόμουν με το
πόσο έξυπνη είσαι

Για να σου πω την αλήθεια,
θυμάμαι που μου είπες
να μη σ' αγγίζω

Για να σου πω την αλήθεια,
θυμάμαι, πότε ο έρωτας σου εξατμίστηκε
σαν βρήκες μια άλλη αγάπη να ακουμπάς

Για να σου πω την αλήθεια,
ζήλευα και δεν έλεγα κουβέντα
για να μην σε πληγώσω

Για να σου πω την αλήθεια,
πίστεψα πραγματικά ότι οι χαρακτήρες
μας, το είναι μας όλο, ήταν για να είμαστε
μαζι

Για να σου πω την αλήθεια,
δε πιστεύω ότι το ήθελες ποτέ

Για να σου πω την αλήθεια,
ξέρω ότι μου το έδειχνες συχνά 

Για να σου πω την αλήθεια,
πίστεψα σε ένα όνειρό

Για να σου πω την αλήθεια,
ήξερα ότι δε με θέλεις πια

Για να σου πω την αλήθεια,
πάντα μου έλεγες τα μισά

Για να σου πω την αλήθεια,
ξέρω ότι δε με αγάπησες ποτέ κι ας 
πάλεψες να πείσεις για το αντίθετο,
το έβλεπα στις πράξεις σου,
στα μάτια σου,
στις σκέψεις σου.

Για να σου πω την αλήθεια,
τον περισσότερο καιρό
ήμουν μια αντηρίδα σου

Για να σου πω την αλήθεια,
ξέρω πότε οι άνθρωποι ταιριάζουν
το ξέρω τόσο καλά πλέον 
που μπορώ να φωνάξω
για αυτο και γνωρίζω
ότι ταιριάζουμε απόλυτα

Αλλά για να σου πω και την αλήθεια,
δεν έχει σημασία καμία 


Μπροστά στο "είναι" σου

Ας θέσουμε στον εαυτό μας μια λεπτή γραμμή σαν όριο, μια χρυσή τομή, για να εννοήσουμε αν με τον άνθρωπο που έχουμε στη ζωή μας, είμαστε ζευγάρι ή απλά μια ακόμα σχέση που θα ξεχαστεί. Για να τα ξεχωρίσουμε αυτά αρκεί μια μικρή παραδοχή ή μια πολύ μεγάλη απόφαση. 

Μπορείς να του πεις κάθε σκέψη σου χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς κανένα φόβο. Μπορείς να του μιλήσεις για όσα νιώθεις, όσα σε βασανίζουν, όσα σε κάνουν να νιώθεις ωραία ή άσχημα μαζί του; 

Μπορείς να μοιραστείς τα πιο βαθιά σου μυστικά, ακόμα και τα ένοχα, ή όσα θα μπορούσαν να δημιουργήσουν πληγές ή τσακωμούς;

Αλλά ταυτόχρονα είσαι έτοιμος να ακούσεις τα δικά του βαθιά μυστικά, τα δικά του παράπονα, τα δικά του προβλήματα με εσένα και να τα ξεπεράσεις μαζί του; 

Έχεις την ελευθερία να βάλεις το μαχαίρι σου στην καρδιά του και να δεχθείς το μαχαίρι του στην δική σου;

Αν έχεις ενδοιασμούς, αν δεν είσαι έτοιμος να σταθείς απέναντι και στο πλάι του στα δύσκολα όπως κάνεις όλη σου τη ζωή στα εύκολα, τότε ας θέσουμε ότι δεν είσαι ζευγάρι, ότι δεν είναι κάτι δυνατό αλλά μια ακόμα σχέση που μέλει να χαθεί στα βάθη της μνήμης και των ασήμαντων φωτογραφιών και υπερβολικών λόγων. 

Αν δεν είμαστε έτοιμοι να σταθούμε, χωρίς άμυνες, στην πραγματικότητα των εαυτών μας, τότε πως τολμάμε να μιλάμε για αγάπη, για βαθιά αγάπη, για επικοινωνία και όχι για ένα απλό ρομάντζο ή έναν περιστασιακό έρωτα. Όχι, δεν έχει σημασία αν αυτός ο ρομαντισμός κράτησε, ένα, δυο πόσα χρόνια, σημασία έχουν οι πράξεις μας και η στάση μας. Σημασία δεν έχουν τα λόγια και τα αμέτρητα βαρύγδουπα "σ' αγαπώ" και οι δυνατές φράσεις, γιατί στην κρίσιμη στιγμή θα πέσουν κάτω και θα διαλυθούν δια μαγείας. 

Θυμάμαι κάποτε με ρώτησε "θα έμπαινες μπροστά μου για μια σφαίρα;". Μια ερώτηση τόσο ανώριμη, τόσο νεανική μα και τόσο δυνατή. Τα είχα μασήσει το παραδέχομαι γιατί έψαχνα να βρω μια λογική ή πονηρή ή ή ή απάντηση. Αλλά το ερώτημα έμενε μέσα μου δυνατό, με έβαζε να παραδεχθώ τις πράξεις μου και το μέλλον μου. Ξεγύμνωνε μπροστά της το "είναι" μου ολόκληρο. Ένα ναι ή όχι και δεν μπορούσα να το απαντήσω. Ναι, τώρα μπορώ να απαντήσω, ξέρω κάθε φορά να απαντήσω. Όμως τότε... Δεν ξέρω αν το προσπέρασε ποτέ, αλλά ξέρω ότι εγώ το ερώτημα το έχω κρατήσει και το έχω θέσει και πολλές φορές σε άλλους να το σκεφτούν για τη σχέση τους. Όλοι μασήσαμε κανείς δεν ήταν πραγματικό ζευγάρι εκείνη τη στιγμή, για όλους ήταν ένα ακόμα ρομάντζο, ακόμη και αν ήταν για 7, 10 χρόνια. 

Δεν είναι κακό να τα μασάς, ούτε να ζεις τον έρωτα, ούτε κακό είναι να ζεις ρομαντικά. Κάποιοι το κάνουν ίσως και για όλοι τους τη ζωή. Αλλά οι συνέπειες των πράξεών μας θα είναι πάντα εκεί και θα μας στιγματίζουν. Ούτε είναι καν απαραίτητο να νιώσεις ότι βρήκες τον άνθρωπο που θα μοιραστείς τα πάντα μαζί του από τη πρώτη μέρα ή και χρόνο ή όσο. Καλό όμως είναι να γνωρίζεις κάθε στιγμή που βρίσκεσαι και που πατάς και όταν θέλεις να πάρεις αποφάσεις να έχεις το σθένος να κοιτάξεις πίσω και να μπορείς να τις δικαιολογήσεις χωρίς ενδοιασμούς. Καλό είναι και να σκοντάψεις αμέτρητες φορές, όσες χρειάζεται, για να δεις ότι τελικά θα έμπαινες μπροστά στη σφαίρα. Όμως όταν το δεις, πράξε. 

Αν τρέμεις, αν σε πιάνει κρύος ιδρώτας, αν η καρδιά σου χτυπάει πιο δυνατά από όσο μπορείς να αντέξεις δεν έχει σημασία όταν γνωρίζεις πως μπορείς επιτέλους να απογυμνώσεις την ψυχή σου. Όλα αυτά δεν είναι παρά τα τοίχοι και οι φόβοι που χτίζεις κάθε λεπτό και στιγμή δήθεν για να είσαι καλά και ωραία. Είμαστε ευάλωτοι στα συναισθήματα για να μπορούμε να δενόμαστε για να είμαστε μαζί για πάντα. Όσο τα προστατεύουμε με ψεύτικες, σαθρές ιδέες και φαντασίες ποτέ δε θα μπορούμε να δεθούμε και να νιώσουμε την χαρά της πραγματικής αγάπης και όσα μπορεί αυτή να μας φέρει. 

Όταν σταθείς γυμνός πλέον, δεν έχει σημασία αν σε χτυπήσει η σφαίρα, αν σε σκοτώσει ή αν σε πληγώσει. Δεν χρειάζεται καν να εκθέσω το γιατί, το γνωρίζουμε μέσα μας όλοι το γιατί. Κανένας "ήρωας" δεν λύγισε όταν τον πυροβόλησαν, κανένας δεν ήθελε να μην βλέπει το τέλος του. Άλλωστε ήταν πλέον ο εαυτός του και έτσι θα έμενε σε κάθε ιστορία που θα πει ο καθένας για το μέλλον του. 

Δεν χρειάζεται λοιπόν να μην δακρύσεις, δεν χρειάζεται λοιπόν να μην πονέσεις, δεν χρειάζεται να μην τρέμεις, δεν χρειάζεται να μην λυγίσεις. Όταν θα καταλάβει το "είναι" σου τα όσα θες πραγματικά όλα αυτά δε θα έχουν σημασία. Μπορεί η στάση αυτή να μην έχει το αποτέλεσμα που θα ήθελες στον άνθρωπο που θα ήθελες, αλλά πλέον θα ξέρουν και οι δυο ποιοι ήταν και τι έκαναν για αυτή την "αγάπη". 

Αν αυτό λοιπόν είσαι, αυτό πράξε, αν αγαπάς μην κρύβεσαι, μην σκέφτεσαι τι θα πονέσει και τι θα αρέσει. Άσε τον άνθρωπό σου να σε μάθει και να επουλώσει τις πληγές που έφτιαξες στον εαυτό σου για να τον προστατεύσεις. Κι αν δε θέλει, είπαμε, δεν πειράζει, όλα θα γίνουν μόνα τους. Άσε τον εύκολο δρόμο στην άκρη, η αρετή δεν έχει καλαίσθητες και εύκολες πορείες, αλλά έχει υπέροχη ανταμοιβή. 

Η πραγματικότητα του Χόλιγουντ είναι όμορφη αλλά χαζή

Κάποιες φορές σκέφτομαι πόσο φταίω εγώ, πως όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή μου, στα συναισθήματά μου είναι μόνο δικές μου επιλογές. Μετά σε θυμάμαι,

Θυμάσαι τότε που σε έβρισκα το πιο όμορφο πλάσμα σε ολόκληρο το σύμπαν. Κι ας μην ήξερα τίποτα πέρα από την κοινωνία μου. Εσένα έβλεπα ότι πιο όμορφο υπάρχει. Ή τότε που σου έλεγα πόσο με ερεθίζει το έξυπνο μυαλό σου και με κοίταγες με ανοιχτό το στόμα. Πως μπορεί κάποιος να ερεθίζεται από αυτό; Θυμάσαι τότε που ζήλευες ότι άλλη ήταν ο άνθρωπος της ζωής μου και προσπαθούσα να σου δώσω να καταλάβεις ότι το είχες καταπατήσει, ότι ήσουν τα πάντα, ότι ήσουν η ηρεμία της ψυχής μου, ήσουν η πνοή της ζωής μου. 

Θυμάσαι όμως και πότε σταμάτησες να τα βλέπεις όλα αυτά; Άρχισαν να σβήνουν ένα ένα, ή απλά χάθηκαν μια μέρα η μια βραδιά; Θυμάσαι πότε το βλέμμα σου πλανήθηκε αλλού; Πότε η τύχη σου άρχισε να αλλάζει να παίρνει νέες σκέψεις και δρόμους. Θυμάσαι ότι δεν ήθελα να το δω; 

Ψάχνω στιγμές που όλα αυτά ήταν εμφανή, κάθε μέρα με τρώει το τι έκανα και σε απομάκρυνα γιατί δε μπορεί να φταις εσύ, εσύ είσαι τέλεια. Μα ξέρω, θα μου πεις  ότι δεν είναι έτσι ότι κανείς μας δεν είναι τέλειος και δεν ξέρεις πότε άρχισες να φεύγεις. Όχι, όχι, όχι αλλά μέσα μου καταπίεζα το όχι, έβαζα και εγώ το χέρι μου στο τέλος μας. Γιατί θεωρούσα βέβαιο πως πλέον φεύγεις, ήταν απλά θέμα χρόνο να εξαφανιστείς. Μια δικαιολογία ήθελες, μια δικαιολογία τόσο δα μικρή και θα πετούσες αλλού. Θα εξαφανιζόσουν και έτσι δε σε σταμάτησα. Ίσως έχω απογοητευτεί με μένα με το είναι μου ολόκληρο, ίσως είναι γραμμένο όλο λάθος. Και σε άφησα να φύγεις χωρίς να πω πολλά. Δεν δάκρυσες, νομίζω δεν σε ένοιαζε, αντίθετα χάρηκες που με ξεφορτώθηκες τόσο εύκολα χωρίς πολλά πολλά. Πλέον ήμουν ένα βάρος που έσερνες άθελά σου. 

Νομίζω εγώ το προκάλεσα όλο. Μα, αλήθεια σου φωνάζω, θέλω να μην ζω έτσι, θέλω να μην σ άφηνα να φύγεις αλλά είναι αντίθετο με το κακογραμμένο μου "είναι".  "Άφησε τον άλλο ελεύθερο να κάνει ότι θέλει" λέει και επιτάσσει. Αλλά ποιος θέλει να είναι πραγματικά ελεύθερος; Η ελευθερία δεν αφήνει χώρο για διεκδίκηση και χωρίς διεκδίκηση πιστεύουμε ότι δεν είμαστε ερωτευμένοι, πιστεύουμε ότι όσα ζήσαμε δεν υπάρχουν πλέον.  

Σ΄ άφηνα να φύγεις μήνες χωρίς να κάνω τίποτα, τόσο που το βλέμμα της απέχθειας σου το συνήθισα. Τόσο που της προτροπές σου να αλλάξω μορφή της προσπέρασα. Δεν έπρεπε σκέφτομαι. Όταν σε προτρέπει να αλλάξεις, προσπαθεί να σε φέρει να μοιάσεις σε ένα νέο φλερτ που έχει εμφανιστεί μήπως και σώσει την παρούσα κατάσταση. Όμως τότε είναι ήδη αργά γιατί το "είναι" μας δεν αλλάζει, δεν μετατρέπεται σε μια μέρα, ένα δυο τρεις μήνες.  

Και τώρα; Τώρα στο λέω σε μισώ. Δε θέλω, αλλά βγαίνει από μέσα μου. Και θέλω τόσο να έρθεις να το σταματήσεις, να μην συμβαίνει άλλο, να κλείσεις τις πληγές που δεν σταματούν να τρέχουν, αυτές που κρατάς ανοιχτές τόσο καιρό και δε μ' αφήνεις να επουλώσω. Και τώρα δε θέλω να τις κλείσω, θέλω να τις κλείσεις εσύ. Μα τι σκέφτομαι πάλι. Στο ντεμί θα σκεφτείς, δε θα ακούσεις την καρδιά σου δε θα σκεφτείς τίποτα πέρα από όλο το δηλητήριο που πότισες αυτή την αγάπη σου. Για αυτό σε μισώ γιατί δε θα έρθεις, θα φύγεις δειλά δειλά για να κρατήσεις μια ηλίθια ανάμνηση χολιγουντιανής βλακείας. 

Δε θα είσαι πια ότι πιο όμορφο είχα, δε θα είσαι ότι καλύτερο είχα, δεν θα είσαι τίποτα. Σβήνω την ανάμνηση σου κάθε μέρα από ότι υλικό υπάρχει, από ότι μοιραστήκαμε και σε θυμίζει ακόμα. 

Μόνο από μέσα μου δε μπορώ να σε σβήσω. Μόνο από εκεί που ζεις και ανθίζεις ακόμα και δε μπορώ να δηλητηριάσω την ίδια μου την καρδιά, την ίδια μου την ψυχή, το ίδιο μου το είναι, αυτό που νόμιζες τόσο παθιασμένα ότι ανήκε σε άλλη. Μόνο από εκεί και με τρώει, με καίει. 

Φταίω λοιπόν... Φταίω που τα έφερα όλα αυτά εδώ και δε ξέρω πως θα τα ξαναζήσω.

Κάνε αυτό που θές

Και...; Και λοιπόν τι έγινε; Τι έγινε που η ψυχή σου σπάει κάθε φορά που σε αγγίζει; Τι έγινε κάθε φορά που σε κοιτάει φευγαλέα;  Και τι έγινε κάθε φορά που κάθεσαι σαν χαζός και χάνεσαι στην εικόνα της. Κάθε φορά που την κοιτάς και ανακαλύπτεις κάτι καινούριο στη μορφή της. Τι έγινε που ακόμη μια φορά η γεμάτη ουλές ψυχή σου γεμίζει ενέργεια κάθε φορά που την αντικρίζει; Τι έγινε που οι φίλοι σου, ο περίγυρός σου, η κοινωνία, ο οποιοσδήποτε δε θέλει να την σκέφτεσαι, να την κοιτάς, να τρέμεις για εκείνη. Τι έγινε που ακόμη μια φορά είσαι έτοιμος να πληγωθείς, έτοιμος να χτυπηθείς. Αφού στην τελική εσύ είσαι αυτός που την βλέπει σαν ότι καλύτερο υπάρχει. Κάθε φορά ανακαλύπτεις μια καινούρια της λεπτομέρεια. Κάθε φορά που ανταλλάσσεται μια κουβέντα ο κόσμος σου ανθίζει και γίνεται τόσο πολύ πιο όμορφος. Κάθε φορά που ακούς τη φωνή της, ότι και να πει, νιώθεις τη ζωή σου σε κάθε σου κύτταρο. Κάθε φορά που τη βλέπεις θέλεις να της πεις πόσο τη θες, πόσο μοναδική είναι για εσένα. 

Και τι έγινε αν φίλοι και γνωστοί είναι αντίθετοι μαζί σου; Τι έγινε αν πρέπει να πας κόντρα σε όλα; Έτσι δεν φτιάχτηκες; Έτσι δεν έμαθες τον εαυτό σου; Να μην δίνεις σημασία και να ακολουθείς τα συναισθήματά σου; Να τα αφήνεις όλα, τόσα χρόνια, να σε σκοτώνουν και να σε ανασταίνουν; 

Αφού στο τέλος, την θες τόσο μα τόσο πολύ που χάνεις το ίδιο σου το είναι.