Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Δεκέμβριος, 2020

Το χειρότερο μελομακάρονο

Ήταν λίγο πριν τα Χριστούγεννα, με το σπίτι στολισμένο ένα Σάββατο που δεν είχα δουλειά να κάνω. Ο μικρός ήρθε και με βρήκε στο σαλόνι. Κρατούσε στο χέρι του ένα μελομακάρονο μισοδαγκωμένο. Πλησίασε λίγο μουτρωμένος και με ρώτησε αν το ήθελα. Τον ρώτησα, γιατί δεν το θέλει ο ίδιος και με κοίταξε. "Δε μου αρέσει ρε μπαμπα" μου γκρίνιαξε λιγάκι. "Δε μπορείς να πεις στη μαμά να τα φτιάξει όπως αυτά που παίρνουμε από το φούρνο;" ρώτησε κοιτάζοντας το, σαν να μην του άρεσε που έλεγε κάτι τέτοιο. "Αυτό δεν είναι τόσο ωραίο. Αφού μπορεί να φτιάξει καλύτερα;" συνέχισε το παράπονο του. Τον κοίταξα στην αρχή με μικρή απορία. Καταλάβαινα τι έλεγε και τι ήθελε καθώς ήξερα και 'γω ότι δεν είναι και τα πιο ωραία μελομακάρονα.

"Θέλω να πας και να βρεις το καλυτερότερο σου παιχνίδι, να το φέρεις εδώ και μετά θα πάμε μαζί στη μαμά να της πούμε να σου φτιάξει μελομακάρονα όπως σου αρέσουν, εντάξει;" Τα μάτια του έλαμψαν αλλά συνάμα μια απορία είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό του. Φαντάζομαι θα σκεφτόταν τι σχέση έχει το παιχνίδι του με το μελομακάρονο. "Το καλυτερότερο;" με ρώτησε. "Ναι, το καλυτερότερο που έχεις, αυτό που αγαπάς πιο πολύ από όλα που δεν θες να χάσεις με τίποτα." 

Έφυγε τρέχοντας για το δωμάτιό του. Εκείνες τις ημέρες είχαμε ήδη πάρει το χριστουγεννιάτικο του δώρο και η αλήθεια είναι ότι όλη μέρα περνούσε παίζοντας μαζί του. Το είχε κάτω από το δέντρο και δεν έλεγε να ξεκολλήσει από εκεί, παρά μόνο αν είχε κάποια ανάγκη ή αν τον φωνάζαμε για φαγητό ή οτιδήποτε άλλο. Η έκπληξή του ήταν μεγάλη όταν το πρωτοείδε καθώς δεν κατάλαβε πότε του το έφερε ο Άϊ Βασίλης. Άντε να του εξηγήσεις ότι ήταν λίγο πριν βγούμε εκείνο το βράδυ έξω που το είχα φυλαγμένο να μην το δει και βγήκα τελευταίος. Για τον Αϊ Βασίλη ήταν πάντα ψυλλιασμένος ότι κάτι δε πάει καλά, αφού όταν το είδε μας ρώταγε πως, τι, που, πότε και η δυσπιστία του φαινόταν. Αλλά από την άλλη σου λέει εμείς λείπαμε και αυτός το έφερε, άρα δεν είναι οι γονείς. Την είχε πατήσει κανονικά. Μας ξαναρώτησε τις επόμενες μέρες αλλά αρνηθήκαμε τα πάντα, δεν ξέρουμε τίποτα, απλά διάβασε το γράμμα. Το οποίο έδινε σε εμάς να πάμε στο ταχυδρομείο.

Αρκετά όμως φλυάρησα. Οι σκέψεις αυτές περάσανε αστραπιαία καθώς δεν άργησε πάρα πολύ να γυρίσει και ο χρόνος που πήρε είναι γιατί μάλλον δεν ήταν σίγουρος πιο να διαλέξει και γύρισε με δυο παιχνίδια. "Ένα πρέπει να διαλέξεις" του είπα. Τα κοίταξε και άφησε το ένα αυτοκινητάκι, που το είχε καταστρέψει μπορείς να πεις. Του έλειπαν χρώματα, ήταν ψιλοστραβωμένο και χτυπημένο. Ένα αμαξάκι από αυτά τα πολύ μικρά τα μεταλλικά. Κράτησε όμως το άλλο και μου έδειξε. "Αυτό είναι" μου είπε περιμένοντας να τον πάρω τώρα να πάμε στη μαμά. Ήταν ένα κίτρινο βαμβακερό κουκλάκι χρωματισμένο σα να φορά πιτζάμα, μαλακό και όχι πολύ μεγάλο. Είχε μακριά πόδια, μικρά χέρια, φουντωτά μαλλιά σα ράστα κάπως αφού ήταν όλα φτιαγμένα απο βαμβάκι. Το αγαπημένο του αυτό παιχνίδι είχε τραβήξει τα πάνδεινα. Άλλες μέρες το είχε αγκαλιά και άλλες μέρες εξασκούσε πάνω του ότι μπορούσε με σκοπό, όπως έλεγε, να δει πόσο αντέχει. Το κουκλάκι άντεχε τα πάντα. Δεν προσπάθησε όμως ούτε μία φορά να το σκίσει ή να το χαλάσει πραγματικά και κάθε βράδυ θα το έπαιρνε αγκαλιά του για να κοιμηθούν παρέα. Δεν τολμούσαμε πότε να το πάρουμε από κοντά του για κανένα λόγο. 

"Γιατί διάλεξες αυτό;" τον ρώτησα. "Γιατί αυτό είναι το καλυτερότερο, αυτό αγαπάω πιο πολύ από όλα" απάντησε και είμαι σίγουρος ότι ακόμα περίμενε να πάμε να ζητήσουμε μελομακάρονα. "Μα είναι όμως το πιο ταλαιπωρημένο, χτυπημένο, είναι και λίγο λερωμένο. εδώ γύρω έχεις ένα σωρό άλλα παιχνίδια πολύ καλύτερα, πολύ πιο όμορφα από αυτό, γιατί δε διάλεξες ένα από αυτά ή και αυτό που ζήτησες από τον Αϊ Βασίλη". Εκεί λίγο στάθηκε και σκέφτηκε, κοίταξε τα παιχνίδια στο δέντρο και το ολοκαίνουριο που δεν σταματούσε να παίζει. "Ναι, ναι, δεν με πειράζει  για εμένα το καλυτερότερο όμως είναι αυτό" αποκρίθηκε και μάλλον τον πήραν τα συναισθήματά του ίσως σε μια σκέψη αποχωρισμού, ή δε ξέρω τι γιατί κοίταξε προς τα κάτω για λίγο. Τον πήρα κοντά μου να καθίσει στο πόδι μου "Είναι γιατί το έχεις από πολύυυυ πολυυυ καιρό παλιά;" Έγνεψε καταφατικά "είναι γιατί είστε κάθε βράδυ μαζί και δεν το πειράζει που το πετάς, το χτυπάς, το κάνεις ότι θες και αυτό είναι πάντα εκεί;" Χαμογέλασε τώρα κιόλας. "Να σου πω για το μελομακάρονο τώρα;" έκανε νόημα ναι "πες μου".

"Πριν κάνουμε εσένα με τη μαμά, είχαμε γνωριστεί πρώτη φορά τα Χριστούγεννα. Τότε λοιπόν, μου υποσχέθηκε ότι θα φέρει μελομακάρονα να φάμε γιατί τα φτιάχνει η ίδια. Έτσι, την επόμενη φορά που συναντηθήκαμε έφερε ένα κουτί γεμαααάτο από αυτά." Όταν του λέω ιστορίες μας πάντα χαμογελάει, έτσι και τώρα είχε ήδη σκάσει χαμόγελα και άκουγε με προσοχή. "Τα μελομακάρονα δεν άρεσαν όμως σε κανένα, παρά μόνο σε έμενα. Να φανταστείς ούτε σε εκείνη. Οι φίλοι μας της έκαναν πλάκα και την πείραζαν γιατί δεν τα είχε φτιάξει καλά. Και μάλιστα με ρώταγε αν αλήθεια μου αρέσουν αφού κανείς δεν τα ήθελε. Είχα φάει να φανταστείς τρία τέσσερα με τη μία" Έσκασε ο μικρός τώρα στα γέλια αλλά ήθελε να ακούσει και τη συνέχεια. "Από τότε κάθε χρόνο φτιάχνει τα ίδια μελομακάρονα, κάποιες φορές φτιάχνει και καλά. Όμως κάθε χρόνο θα φτιάξει και όπως τα είχε φτιάξει τότε. Όπως εσύ τώρα έχεις το καλυτεροτερό σου παιχνίδι, που δεν είναι το πιο καινούριο, ούτε το πιο καλό, εγώ και η μαμά έχουμε κάθε Χριστούγεννα το χειρότερο μελομακάρονο και να σου πω, ούτε στη μαμά σου αρέσουν καθόλου." Έσκασε στα γέλια ο μικρός, σηκώθηκε, άρπαξε το μελομακάρονο και το έκανε μια χαψιά. "Είναι το καλυυυυύτεροοοοο" φώναξε μπουκωμένος και έτρεξε μέσα να πάρει κι άλλο.