Λίγο πριν η αγάπη κοιμηθεί

Πόσες ιστορίες άραγε να ξεκινάνε με τον χαρακτήρα να κρατά ένα ποτό ή ένα τσιγάρο που θα καταναλώσει ήρεμα και ίσως απολαυστικά; Ίσως το νόημα να ο παραλληλισμός με τον τον εθισμό της ουσίας που θα ηρεμήσει τον χαρακτήρα, θα του αποβάλει το άγχος των γεγονότων και θα μας οδηγήσει βαθιά μέσα στις πιο κρυφές του σκέψεις. Γιατί το να δείχνει "cool" δεν είναι ο λόγος. Δεν κράτησες ποτέ ένα ποτήρι κρασί ή κάπνισες ήρεμα το τσιγάρο καθισμένος στο σκοτάδι του σαλονιού σου για να δείχνεις "cool". Ποιος ο λόγος άλλωστε; Αυτή τη στιγμή ο χαρακτήρας είναι μόνος χωρίς κανέναν να μπορεί να τον παρατηρήσει. Πέρα από εμάς που τον περιγράφουμε σε αυτές τις λίγες γραμμές.

Το αγαπημένο του μπορείς να πεις ότι είναι η μαυροδάφνη. Το βλέπεις ακόμα και τώρα στο χαμόγελό του που αχνοφαίνεται στον λιγοστό φως που περνά στο πρόσωπό του. Ίσως αυτή η γλυκιά γεύση του θυμίζει πράγματα που έζησε και πέρασαν στιγμιαία από τη ζωή του όπως αυτή η ίδια η γλυκιά γεύση. Καταστάσεις που τόσο εύκολα μπορούν να κάνουν το μυαλό σου να ζαλιστεί όπως εύκολα τα καταφέρνει μαζί του η μαυροδάφνη. Μια γουλιά, γλυκιά, μεθυστική, ήρθε έκανε τα νάζια της και έφυγε σαν να μην υπήρξε ποτέ... Κάπου εδώ ο φίλος που διαβάζει θα ρωτήσει πάλι όπως κάθε φορά "τι ήπιες πάλι ρε;". Εμείς που παρατηρούμε τίποτα, ο χαρακτήρας μας όμως απλά διάλεξε ένα μόνο ποτήρι.

Αυτό το βράδυ όμως του θύμιζε την τελευταία του ιστορία. Ήρθε, τον μέθυσε και έφυγε κι αυτή βιαστικά να προχωρήσει την ζωή της όπως όλοι, όπως αυτή η τελευταία γουλιά κύλισε και χάθηκε γοργά. Ένα χαμόγελο στα χείλι του πάλι καθώς αναπολεί αυτές τις σκέψεις. Ένιωθε την καρδιά του να χτυπά δυνατά στο λιγοστό φως της νύχτας, εκεί μοναχός στο σαλόνι του. Ένιωθε το αίμα του να κυλά στις φλέβες του, όπως τότε που την παρατηρούσε καθώς κοιμόταν δίπλα του, καθώς οι δικές της φλέβες μετέφεραν αυτή την πολύτιμη ζωή της σε όλο της το κορμί. Πως να μην την ερωτευτεί τότε; Πως να αντισταθεί στην καυτή της ανάσα. Απλά την παρατηρούσε και ένιωθε να βυθίζεται στη πιο σκοτεινή άβυσσο του έρωτα που θα είχε ζήσει ποτέ του. Ήθελε τόσο πολύ να χαϊδέψει τον όμορφο λαιμό της αλλά δίσταζε μην την ξυπνήσει μην της χαλάσει το όνειρο που ίσως είχε εκείνη τη στιγμή. Άλλη μια γουλιά γλύκανε τα χείλι του και χάθηκε στο παρελθόν αφήνοντας πίσω το κάψιμο του αλκοολ.

Και λοιπόν; Λοιπόν πως αφήνεις μια αγάπη, έναν έρωτα να χαθεί; Πως θα κάνουμε ένα βήμα να βρεθούμε μπροστά του να του δώσουμε τη λύση σε όλα τα προβλήματα που ούτε εμείς γνωρίζουμε πως να λύσουμε. Ή μήπως είναι ο μόνος που γνωρίζει; Ίσως είναι ο μόνος. Χαμογέλασε και πάλι, αλλά αυτή τη φορά όχι στη σκέψη της ανάμνησης, μα στην σκέψη της μοναξιάς. Θα ήθελε να κάνει τα πάντα, να τρέξει να της μιλήσει, να την παρακαλέσει ή να την ξεγράψει δήθεν για να τρομάξει ότι τον έχασε για πάντα από τη ζωή της και να γυρίσει πίσω, να πάρει χίλια τηλέφωνα ή να στείλει χίλια γράμματα. Θα ήθελε να κάνει τα πάντα, όμως η αλήθεια της, ήταν το μεγάλο του εμπόδιο. Η αγάπη της είχε εξαφανιστεί, δεν ξέρει πως και γιατί ακριβώς αλλά ότι ήταν πλέον δεν είναι. Το ένιωθε στα μάτια της, στο άγγιγμά της τον τελευταίο καιρό αλλά δίσταζε να δώσει ένα τέλος. Μια τρελή ελπίδα μέσα σου θέριευε ότι θα μείνει, ότι θα τον αγαπά και θα τον θέλει για πάντα. Σαν ακόμα μία γουλιά που ελπίζεις ότι θα κρατάει αυτή την όμορφη γεύση όσο υπάρχει.

Κι εκείνη έφυγε γιατί η δική της αγάπη πλέον δεν ζούσε όπως τότε που πρωτογνωριστηκαν, τότε που τα μάτια της έλαμπαν κάθε φορά που τον κοιτούσε. Μόνο η δική του σιγόκαιγε μέσα του βασανίζοντάς τον μέρα νύχτα σαν ένα διαρκές μεθύσι μαυροδάφνης. Τώρα λοιπόν ήθελε να αφήσει αυτή τη φλόγα να σβήσει να εξαφανιστεί. Φύσηξε αρκετές φορές πάνω της και μάλιστα μερικές δυνατά. Προσπάθησε πάλι να σβήσει αναμνήσεις και πόνεσε το μυαλό του να μην σκέφτεται και να κρατά το κεφάλι ψηλά. Όμως ο καιρός που η δική σου αγάπη αποφασίζει να κοιμηθεί δεν είναι στο χέρι σου. Θα κάνεις την υπομονή σου, θα απογοητευτείς, θα ματώσεις την καρδιά σου και σιγά σιγά θα καταφέρεις να την νανουρίσεις. "Μέχρι να έρθει ένα χάδι να την ξυπνήσει" σκέφτηκε και χαμογέλασε ακόμα μια φορά.

Κάθισε στο σκοτάδι με το κρασί του γιατί ήταν ήρεμος, γιατί έλπιζε ότι η αγάπη άρχισε μέσα του πάλι να κλείνει τα μάτια της. Οι απογοητεύσεις άρχισαν να την κοιμίζουν και καταλάβαινε ότι ήταν καιρός να ξεχαστεί. Να βρεθεί στην λήθη και να την επαναφέρει ένα επόμενο χάδι. Βλέπεις, στην προσπάθεια του να ξυπνήσει την δική της αγάπη η δική του έβγαλε πάλι φτερά, ενώ εκείνη που πλέον προχωρούσε τη δική της ζωή, τον βοηθούσε, τον λυπόταν για να μην υποφέρει. Τον κούρασε αυτό το μπέρδεμα αλλά οι καταστάσεις τον βοήθησαν να βγει από την μέθη του. Αυτός που αγαπά, στα δύσκολα τρέχει στον αγαπημένο του, ζητά την αγκαλιά του, της ζέστη της φωνής του, δε σε αφήνει απ' έξω γιατί μόνο εσύ στα δύσκολα μπορείς να ηρεμήσεις την ψυχή του. Και αυτή τη φορά εκείνη δεν εμφανίστηκε, δεν τον αναζήτησε όπως έκανε πάντα.

Χαμογέλασε και πάλι... Είδες; αυτό χρειαζόσουν τελικά. Να πιστέψεις, να πιστέψεις και να καταλάβεις όσα πια δε ζουν για σένα. Μην ανησυχείς καθόλου είπε ήρεμα στον εαυτό του, δεν είναι η πρώτη φορά, δεν είναι το πρώτο σου ποτήρι που τελειώνει ούτε η πρώτη φορά που θα την δολοφονήσεις. Το ξέρω πως δε θες, το ξέρω πως κουράστηκες, όμως αυτό δε ζητάς κάθε φορά; Αυτό δε ψάχνεις, αυτή τη στεναχώρια και την πικρία της θανατωμένης αγάπης που θα σε κάνει να νιώσεις το αίμα σου να τρέχει σε κάθε σου φλέβα; Γιατί δε παραδέχεσαι ότι έτσι νιώθεις τη ζωντάνια μέσα σου. Μα τη νιώθω και στον έρωτα, στη ματιά που τρυπάει την ίδια μου την καρδιά τόσο που κοντεύει να εκραγεί. Αντέχεις, αντέχεις ακόμα αρκετά. Ήδη γλυκοκοιτάς την άκρη του γκρεμού πάλι. Ξέρεις ότι εκεί που κοιτάς είναι η άκρη. Κι αν γυρίσει πίσω αν τα παρατήσει τώρα όλα τώρα την τελευταία στιγμή και γυρίσει; Δεν θα συμβεί αυτό, να εδώ πιάσε την αγάπη από το λαιμό και μη την αφήσεις να πάρει ανάσα. Άσε την να ξαναγεννηθεί αλλού. Δε μπορώ πλέον φοβάμαι ότι δεν θα γυρίσει ξανά. Θα γυρίσει θες δε θες.

Να κοίτα τώρα εκεί δίπλα του, ανάμεσα στις σκιές, ανάμεσα στο ποτήρι του και το κρυφό χαμόγελο. Ίσα που φαίνεται το ξεθωριασμένο κόκκινο της φλόγα της. Ματώνει βέβαια και δεν υπάρχει κανείς να την σώσει, ούτε ο ίδιος δεν προσπαθεί πλέον. Απλά την αφήνει να ξεψυχάει, να τρεμοσβήνει. Πονάει δε λέω αλλά η μαυροδάφνη σήμερα που τον πετύχαμε τον βοηθάει σαν μορφίνη να συνεχίζει το δρόμο του. Οι φίλοι του αύριο, οι φίλοι που στέκονται δίπλα του σε κάθε στιγμή, τι σωτήριοι που του είναι. Έχει γυρίσει πολλές φορές σε αυτό το σαλόνι και τον έχει πάρει ο ύπνος ήρεμα γιατί του ζέσταναν την καρδιά που τόσο πολύ πόνεσε και του πήρε τα μυαλά.

Την ιστορία την ξέρουμε, και εγώ και εσύ όλοι μας για αυτό τελειώνει έτσι απότομα, δε χρειάζεται κάποιο τέλος, ο καθένας μας έχει το δικό του. Για κάποιους είναι χαρούμενο για άλλους ίσως όχι.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

20 Χρόνια 27

Η «μοναξιά» της επιτυχίας

Συγνώμη, μιζέρια!